- επαξιως
- ἐπαξίωςἐπ-αξίωςadv. достойным образом, по справедливости Soph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἐπαξίως — ἐπάξιος a adverbial ἐπάξιος a masc acc pl (doric) ἐπᾱξίως , ἐπαξιόω think right imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἐπαξιόω think right imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἐπαξιόω think right imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επάξιος — α, ο (AM ἐπάξιος, ία, ον) 1. ο πραγματικά άξιος, ο αντάξιος, ο ισάξιος («ἔχονθ ἕκαστον τῆς δίκης ἐπάξια», Αισχύλ.) 2. αυτός που γίνεται κατ αξίαν, δικαίως, που αρμόζει, που πρέπει («ἐλευθέρα καλεῑ τὸ λοιπὸν καὶ γάμων ἐπαξίων τεύξει», Σοφ.) 3.… … Dictionary of Greek
κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… … Dictionary of Greek
καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… … Dictionary of Greek
κεχρεωστημένως — (Α) επίρρ. επαξίως, κατ αξίαν, όπως αξίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεχρεωστημένος (μτχ. τού παρακμ. κεχρεώστημαι < χρεωστῶ «οφείλω»] … Dictionary of Greek
ԱՐԺԱՆԱՊԷՍ — ( ) NBH 1 0355 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 8c, 10c մ. ἁξίως, ἑπαξίως, προσηκόντως, ἡκότως digne, rite, convenienter, merito Որպէս եւ արժանն է. ըստ արժանեաց. ըստ արժանի. օրինօք. պատուով. ըստ պատշաճի. վայելչապէս. իրաւամբք. ...… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)